- συνδιαχέω
- Α [διαχέω](κυρίως το παθ.) συνδιαχέομαια) διαλύομαι μέσα σε υγρό ταυτόχρονα με κάτι άλλοβ) διασκορπίζομαι ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδιαχεόμενον — συνδιαχέω dissolve pres part mp masc acc sg (epic doric ionic aeolic) συνδιαχέω dissolve pres part mp neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαχεομένην — συνδιαχέω dissolve pres part mp fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek